-
1 подводный
подводный υποβρύχιος, υποβρυχιακός· \подводныйая лодка το υποβρύχιο· судно на \подводныйых крыльях το πλοίο με υποβρύχια πτερύγια* * *υποβρύχιος, υποβρυχιακόςподво́дная ло́дка — το υποβρύχιο
су́дно на подво́дных кры́льях — το πλοίο με υποβρύχια πτερύγια
-
2 подводный
επ.υποβρύχιος, -χιακός• υποθαλάσσιος, υποπελάγιος ύφυδρος•подводный камень ύφαλος, ξέρα• σκόπελος•
-ая часть (судна) τα ύφαλα, η καρίνα•
-ое плавание υποβρύχιος πλους•
-ая лодка το υποβρύχιο•
-ая воина υποβρυχιακός πόλεμος.
εκφρ.подводный камень ή камешек – πρόσκομμα, εμπόδιο, κώλυμα, παλούκι•επ.της αλογάμαξας.εκφρ.- ая повинность – παλ.επίταξη αλογαμαξών. -
3 подводный
подводн||ыйприл ὑποβρύχιος, ὑποθαλάσσιος:\подводныйый кабель τό ὑποβρύχιο καλώδιο· \подводныйая лодка τό ὑποβρύχιο[ν]· \подводныйая часть (судна) ἡ καρίνα, ἡ τρόπις· \подводныйый камень а) ὁ, ἡ ὑφαλος, ἡ ξέρα, б) перен τό πρόσκομμα, τό ἐμπόδιο· \подводныйое течение τό θαλάσσιο ρεύμα -
4 кабель
το καλώδι/οпитающий - τροφοδότησης/πα-ροχήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кабель
-
5 кабель
-я α.καλώδιο•подводный кабель υποβρύχιο καλώδιο•
неизолированный кабель γυμνό καλώδιο•
подземный кабель υπόγειο καλώδιο.